Translate

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη : ''Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ''


   Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ

εγκληματολογική ιστορία άθλος της Πεπέ Όλι

2003







Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: «Η τελευταία κίνηση της μπαλαρίνας»
συγγραφή 2003 - α’ έκδοση 2009
Ζωγραφική:Κατερίνα Ν. Θεοφίλη
Έκδοση Εκτός Εμπορίου: Περιοδικό «Αλεξίσφαιρο»



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ


Κύρια πρόσωπα του εγκλήματος:

Πεπέ Όλι = Εγκληματολογική συντάκτις της εφημερίδας «Τελευταία Βοήθεια». Έδινε άλλοθι σε όποιον δολοφόνο τιμούσε τον πόνο του...
Αντρέ Μαγουλάκης = Επιστήθιος φίλος της Πεπέ, χάριν της οποίας, φόρεσε ένα πένθιμα κακόγουστο καπέλλο...
Μνήμη Ένθους = Λάτρεψε μια μικρή μπαλαρίνα και γι’ αυτό...
Κινέζος = Εισαγωγεύς άχρηστων, απ’ την μόνη χώρα που έχει καπιταλιστικό προλεταριάτο!

Στην εξέλιξη του εγκλήματος βοήθησαν:

Οράτιος Αγελάδης = Ο γνωστός άθλιος της ζωής της Πεπέ. Χρήσιμος και πάλι...
Αρχισυντάκτης Άυλος = Αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Τελευταία Βοήθεια». Η άυλη υπόστασή του, υλοποιούσε τις εγκληματολογικές ιδέες της Πεπέ...






Τον Θεό που τιμωρεί, δεν τον μέμφεται και δεν τον καταδικάζει κανείς επειδή τιμωρεί εν δικαίω... Λοιπόν, γιατί να μην ισχύει  το αυτό και για έναν άνθρωπο;...


 Αν ο Θεός είναι υπεράνω των πάντων, σημαίνει πως τα πάντα είναι πολύ χαμηλά απ’ αυτόν... Άρα, άλλα τα δίκια άμα τα βλέπεις από ψηλά, άλλα τα δίκια άμα τα βλέπεις στην ευθεία της οπτικής σου...





 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ


Κάτι αξιόλογο συμβαίνει στο λαμπερό καπελλάδικο της οδού Πιπέρ δυο ύπουλα γελαστές φιγούρες, κομψά φαρδιές και με φωτογραφική άνεση, δοκιμάζουν μανιωδώς καπέλλα
― «Αυτό το φτερωτό θα ταιριάζει στην κεφάλα σου Αντρέ!»
― «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται Πεπέ! Με δαύτο θα’μαι σαν παγώνι!»
― «Ε, και; ...τί κακό βρίσκεις στο παγώνι;»
― «Μια χαρά είναι το παγώνι, αλλά δεν είναι λόγος αυτός να το κουβαλάω πάνω στην κεφαλήν μου!» απόλυτος στις αντιρρήσεις του ο μουσικοσυνθέτης Αντρέ Μαγουλάκης, διάλεξε τελικά ένα καφέ πλαγιαστό καστόρι μ’ένα καρφιτσωτό πιάστρι από θαμπές πέρλες
― «Τουλάχιστον φορέσαμεν που φορέσαμεν το καθίκι στην κεφαλήν μας, ας ταιριάζει και με την κιθάρα... πού ξέρεις καμμιά φορά; μπορεί να αποτελέσει αξεσουάρ ένδυσης σε καμμιά συναυλία σε κανα μαχαλά...Άιντε Πεπέ, με τάραξες πάλιν...»
― «Πολύ μελαγχολικό! Κατευθείαν για κηδεία! Άσε που σου μεγαλώνει τα μάγουλα...» καυτηρίασε η Πεπέ, η οποία για ελόγου της είχε διαλέξει ένα φθηνιάρικο πληκτικό πράσινο μπερεδάκι.
― «Δεν οράς το δικό σου καλλίτερα που’ναι σαν πατημένη λαχανίδα» αντέκρουσε ο Αντρέ.
― «Αν το δικό μου είναι σαν πατημένη λαχανίδα, το δικό σου δεν είναι τίποτα πιο λίγο από μισοτηγανισμένος κεφτές!» γρύλισε η Πεπέ κι έδωσε μια νευρική σκουντιά στο διπλοστόμαχο του φίλου της.
― «Για φρόνιμα Πεπέ, μην σε καταχεριάσω καταμεσίς του κόσμου και σου κάνω τα μεριά φιλέτο...»
Με τα φαγώσιμα στο κεφάλι κι αγκαζαριστά ως αρχοντοζευγάρι άλλης εποχής, βγήκαν από το καπελάδικο και κατευθύνθηκαν στο «Καφέ του Γάτου» ένα στενόμακρο μικρομάγαζο με φιμέ τζάμια και μουσταρδί μαδημένα στόρια, ευρύχωρες μπαμπού καρέκλες και χάλκινα κοντοπίθαρα τραπεζάκια που όλα πάνω τους είχαν χαραγμένα ένα γάτο.
― «Αυτό το μαγαζί είναι τέλειο σκηνικό εγκλήματος από κάτι ανάλογο θα εμπνεύστηκε ο Πόε τον μαύρο γάτο του τι αριστούργημα!»
― «Ουφ πια Πεπέ! Παντού εγκλήματα θωρείς!»
― «Χμ... *κάνε σαν τον θάνατο και την πείνα, κάνε την δουλειά σου........»μονολόγησε με αποσιωπητικό κέρινο ύφος η διασπαστικά πολυσύνθετος εγκληματολογική συντάκτις.
― «Έχεις τόσο φρικιαστική μνήμη Πεπέ!.. Πώς σου’λθε στα καλά στεκούμενα τώρα ο ποιητικός στίχος του Μπλαιζ Σαντράρ...;»
― «Ώστε τον ξέρεις;!» θαύμασε η Πεπέ.
― «Μπλαιζ Σαντράρ.. γεννηθείς το 1887 και ταβλωθείς το 1961... Κάμποσα χρονάκια έβγαλε ο μακαρίτης! Όπως βλέπεις χρυσό μου έχουμε κι εμείς την παιδεία μας...».
Η Πεπέ έπεσε σε παραλήρημα:
― «...κάνε σαν τον θάνατο και την πείνα, κάνε την δουλειά σου μεγαλοφυής κουβέντα ε;...! κάνε σαν τον θάνατο και την πείνα, κάνε την δουλειά σου!!!κάνε σαν τον θάνατο και την πείνα, κάνε την δουλειά σου....»
― «Ε, ράψτο το στόμα σου πια Πεπέ! Σκάσε, με τον θάνατο και την πείνα! Φθάνει το εμπεδώσαμε! Για ιδές καλλίτερα ποίος μπαίνει απ’την θύραν...»
Η Πεπέ έστρεψε οφθαλμούς με κραυγαλέα φρίκη! Ναι, ήταν γεγονός! η σκανδαλώδης προσωπικότητα, η ακατέργαστος φιγούρα, η Αισχύλεια τραγικότητα ήταν μπροστά τουςτεντωτός ως παραφαγωμένος λόρδος, ο γνωστός άθλιος της ζωής της Πεπέ, ο σκορδόχνοτος Οράτιος Αγελάδης!
Τα μπιχλιμπίδια της αλαζονείας της Πεπέ που μ’αυτά στόλιζε το καστανό της βλέμμα, σκόρπισαν και τσάκισαν ως ψευδόχαντρες μπροστά στην ασυναγώνιστη κυνικότητα του Οράτιου Αγελάδη!
Η εγκληματονομική συντάκτις βρήκε το κουράγιο να ψιθυρίσει:
― «Αυτό το αδηφάγο κτήνος θα μου χαλάσει την δουλειά .. ποιός δαίμονας τον φανέρωσε;!»
― «Μην ανησυχείς χρυσούλι μου∙ θα τον ξεφορτωθούμε στο άψε-σβήσε...» έδωσε την διαβεβαίωση ο Κύπριος μουσικοσυνθέτης.
― «Με ποιόν τρόπο;» ρώτησε δύσπιστα και ταχύκαρδα η Πεπέ.
― «Με τον αλάνθαστο! θα του πούμε να μας κεράσει! η τσιγκουνιά του θα διαμαρτυρηθεί αμέσως κι όλος ψυχήτε και σώματι, θα τραπεί σε φυγή...» ένας γαλαντόμος, περιφρονητής της νομισματικής αξίας,  σαν τον Αντρέ Μαγουλάκη μπορούσε να νομίζει κάτι τέτοιο... Ουτοπίες!
Ο Οράτιος Αγελάδης πλησίασε κι όλας με την ασυναγώνιστη ευγένειά του είπε κατευθείαν:
― «Λάμπετε που με βλέπετε! Δεν σκόπευα να κάτσω, αλλά τώρα που σας είδα, γιατί να σας αρνηθώ την παρέα μου; δεν είμαι γαϊδούρι! θα κάτσω συντροφιά σας, αν φυσικά επιμείνετε κι άλλο, κι ασφαλώς δεν είμαι αγενής να αρνηθώ το κέρασμα σας βέβαια έχω πάρει πρωινό, αλλά τέλος πάντων θα δεχθώ να με κεράσετε έναν καφέ με μερικά βουτήματα δεν θα σας προσβάλω α, όχι, όχι, δεν έχω τέτοια κακή πρόθεση...»
Και κάθησε!
Η πρώτη κουβέντα που είπαν τα δύο θύματα ως υπνωτισμένα από παπαρουνόζουμο, ήταν:
― «Ασφαλώς θα σου λέγαμε να κάτσεις...»
― «Μα το ξέρω, γι’αυτό έκατσα...» είπε με αρχοντόγυφτη σιγουριά ο Οράτιος και σταύρωσε τα χέρια περιμένοντας τον σερβιτόρο...
Ο Αντρέ Μαγουλάκης ένιωθε την πίεση του να ανεβαίνει
― «Θεέ μου, είμαι και υπερτασικός...» μούγκρισε..
― «Α, αυτό είναι θανάσιμα σοβαρό αγαπητέ μου σε συμβουλεύω να παραγγείλεις κάτι ελαφρύ.. θα’χεις ασφαλώς και ζάχαρο...»
― «Έχω!» παραδέχθηκε άγρια ο συνθέτης .
― «Το φαντάστηκα!» αυτοβραβεύτηκε ατάραχα ο Οράτιος.
Η Πεπέ, που μέχρι εκείνη την στιγμή προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει την απρόσμενη συμφορά, έκανε μια αψυχολόγητη κίνηση αγκάλιασε τον Οράτιο και τον φίλησε στα κακοξυρισμένα του μάγουλα, λέγοντας:
― «Είσαι τυχερός έχω μια δουλίτσα για σένα!»
― «Θα με αγγαρέψεις πάλι ε;» ρώτησε ο Οράτιος, περιχαρής για το απρόσμενο αυτό μαζοχιστικό όφελος!
― «Έχεις αντίληψη το παραδέχομαι! Λοιπόν Οράτιε, περιδρόμιασε με τα λεφτά μας όσο τραβά το στομάχι σου, αλλά θα κάνεις μια δουλίτσα απολύτως εμπιστευτική...»
― «Και τί θα κερδίσω;»
― «Δόξα να σου αρκεί που γι’άλλη μια φορά η αχρηστία σου θα μου φανεί πολύτιμη!»
― «Τί πρέπει να κάνω; είμαι όλος αυτιά!∙ γαϊδουρινά αυτιά μάλιστα!»
Η Πεπέ κάτι του ψιθύρισε που δεν άκουσε άλλος κανείς. Ο Οράτιος κατάπιε σε λιγότερο από δίλεπτο τρία κρουασανάκια, ρούφηξε τον καυτό καφέ σαν κρύο τσάι και σέρνοντας τον δερμάτινο βαρύ  χαρτοσυλλέκτη του, βγήκε απ’το «Καφέ του Γάτου».
― «Τον ξεφορτωθήκαμε!»  ζητωκραυγαστική η Πεπέ.
― «Μα τί στο καλό τού είπες;πού τον έστειλες; όχι στον αγύριστο, ελπίζω...»
― «Περίπου στον αγύριστο τον έστειλα θα αργήσει να γυρίσει...»
― «Δόξα ο Μεγαλοδύναμος! απαλλαχθήκαμε απ’το φόρτος του έχει και μιαν χρουσούζικην φάτσα πανάθεμά-τον..» με μια κάποια ανακούφιση ξεφύσηξε ο Αντρέ Μαγουλάκης και μετακινήθηκε λυτρωτικά πάνω στο μπαμπού κάθισμα που έτριξε εφιαλτικά.
Η Πεπέ σχολίασε:
― «Σιγά τα κυβικά σου Αντρέ θα ξυπνήσεις τον γάτο!»
Σαστισμένα ο Αντρέ, σαν να’χε βυθισθεί σε μια σημαντική σκέψη ψιθύρισε:
― «...Τον γάτο; Ποιόν γάτο; Αα! τον γάτο του καφέ! Πού την βρίσκεις την όρεξη για αστεία, ήθελα να’ξερα... Αναρωτιέμαι Πεπέ, τί στον κόρακαν τον μαύρον, γυρεύαμε στο καπελλάδικο; Και μην μου ξεφουρνίσεις πως στα σοβαρά ήθελες να καπελλωθούμε με τούτα τα φρικοειδή κατασκευάσματα τί γούστο που σου’χουν οι Ελλαδίτες στα καπέλλα! ας μην σχολιάσω... Άσε που μ’έχει πιάσει φαγούρα με δαύτο.. θα το βγάλω...»
― «Μην τολμήσεις! Θα το υποστείς έως ότου ξεκουμπιστούμε απ’την περιοχή! Πρέπει να δείχνουμε φυσικοί....»
― «Τι ιδέες κουμαντάρεις στην κούτρα σου Πεπέ! Σου λέω χριστιανή μου, μ’έχει πιάσει αλλεργική φαγούρα!»
― «Ξύσου. Αλλά το καπέλλο θα παραμείνει στην κεφάλα σου! Έτσι δείχνουμε πως είμαστε απολύτως ειλικρινείς στον σκοπό μας και πως δεν κρύβουμε άλλες προθέσεις... Είμαστε ένα χοντρομπαλούδικο μεσήλικο ζεύγος που πήγαν να αγοράσουν καπέλλα... Αυτό!»
― «Αυτές οι ακρότητές σου! ουφ... Όλα τα μεγαλοποιείς... Δεν είμαστε και ελέφαντες απλώς λιγουλάκι εύσωμοι.. ε, μα τί; να’μαστε σκελετοί;...»
― «Από σκελετοί, κάλλιο ελέφαντες...» χασκογέλασε η Πεπέ.
― «Και τώρα που συμφωνήσαμε στα κιλά, ας πούμε και για τα καπέλλα... μα με’χεις για λειψό στα μυαλά μου Πεπέ; σε ξέρω απ’το μέσω κι απ’τοόξω σου μολόγα υπάρχει έγκλημα στα σκαριά...;»
― «Ασφαλώς!»
― «Άσε τις εξάρσεις. Λέγε... αποσαφηνίσου... θα μας σουγιαδιάσει κανείς πισώπλατα;∙ για να ξεύρω να έχω έτοιμη την κιθάραν να τον ισοπεδώσω μετά μουσικής...» εύθυμα γενναίος ο Αντρέ παραδεχόμαστε.
― «Έγιναν μια σειρά φόνων, πολύ παράξενων... σ’άλλο πτώμα έλειπαν τα αυτιά, σ’άλλο έλειπε η γλώσσα, σ’άλλο τα χέρια, τα πόδια, τα μάτια, τα μαλλιά... και ου το καθ’ εξής!»
― «Αμ σαν είναι έτσι τα μαντάτα, δεν αρκεί η κιθάρα... χρειαζόμαστε ολάκερη μπάντα.. α, μωρή Πεπέ, πού πας και μπλέκεις..;»
Η Πεπέ συνέχισε να περιγράφει σαδιστικά και να χειρονομεί αναλόγως:
― «Ε, ναι! Κομμένα σύριζα κι εκ βάθους! Κι εξαφανισμένα -εννοείται- ούτε ένα ποδαράκι δεν βρήκαμε απ’τα κομμένα...»
― «Καννιβαλισμός,μου μυρίζεται!» στοχάστικε ο Αντρέ και μάσησε ψύχραιμα ένα μπισκότο.
― «...Στο πτώμα που έλειπαν τα μαλλιά, είχε γδαρθεί το κρανίο... Πώς σου ακούγεται;»
― «Οι Απάτσι εν δράσει...»
― «Σ’άλλο πτώμα έλειπαν οι όρχεις. Μόνο οι όρχεις, όχι όλο το τρίπτυχο...»
Ο Αντρέ αναγούλιασε κι η Πεπέ που δεν άντεχε το ενδεχόμενο ενός έμετου στο χλομό της πρόσωπο, άλλαξε επιτέλους ρότα στα λόγια της:
― «Έγιναν λοιπόν κάμποσοι τέτοιοι φόνοι...»
― «Κάμποσοι;! Δηλαδή πόσοι βρε Πεπέ;»
― «Για την ακρίβεια, δέκα».
― «Δέκα;!Δεν το λες σοβαρά;!Αμάν βρε Πεπέ!»
― «Τί αμάν βρε Πεπέ..; εγώ τους έκανα;!»
― «Τόσοι πολλοί;! Χριστός και Παναγιά! Έχεις μιαν ικανότητα να βρίσκεις φόνους σε συσκευασία σετ!»
― «Μάλιστα! Σετ! Δέκα παράξενοι φόνοι στο διάστημα δέκα ημερών....»
― «Φόνος και ημέρα δηλαδή... και τα πτώματα τί σόι ήταν;»
― «Μμ...μέσης ηλικίας,διαφόρων επαγγελμάτων και διαφορετικού φύλου... Τίποτα κοινό μεταξύ τους εκτός... εκτός...»
― «Εκτός;! Ε, λέγε Πεπέ! Αγωνιώ!»
― «...Εκτός από μια μικρή γυάλινη μπαλαρίνα που όλοι τους είχαν στην κατοχή τους..»
― «Α,α! Μια μικρή γυάλινη μπαλαρίνα ε;! Ένα σύμβολο να υποθέσουμε που τους ένωνε σ’ένα σκοπό, μια ιδέα ίσως... Μέλη μιας οργάνωσης πιθανότατα...»
― «Θα μπορούσε να’ναι κι έτσι, αλλά δεν είναι... Η μικρή γυάλινη μπαλαρίνα ήταν το όπλο του φόνου...»
― «Εξηγήσου κυρά μου! νυχτώσαμεν...»
― «Όλοι τους δολοφονήθηκαν με σκόνη άνθρακα που ήταν πασπαλισμένη η μπαλαρίνα»
― «Σατανικό!»
― «.. Όλοι τους υπέκυψαν μπροστά στον δολοφόνο, ο οποίος στην συνέχεια, τους έκοψε κάποιο απ’τα μέλη τους...»
― «Σχιζοφρενικό!» εκστασιάστηκε ο Αντρέ.
― «Καθόλου σχιζοφρενικό. Για να δούμε μια λογική εκδοχή... Κάτι μου λέει πως τα μέλη που είχαν αφαιρεθεί απ’τον καθέναν, δηλώνουν το κίνητρο του δολοφόνου... Δεν μπορώ να εντοπίσω όμως ποιό ακριβώς... Τί κίνητρο φόνου, λόγου χάρη, θα μπορούσε να’ναι η αφαίρεση της γλώσσας..;»
― «Να σκεφτούμε...»
― «Ας σκεφτούμε...»
― «Τί θα’λεγες Πεπέ αν μεταφράζαμε την γλώσσα ως σύμβολο φλυαρίας; προδoσίας ίσως κάποιου μυστικού; ή κι ακόμα, ως σύμβολο δυσφήμiσης;.. ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων;...»
― «Είσαι μεγαλοφυία!»ούρλιαξε η Πεπέ κι αναπήδησε με τέτοιον ενθουσιασμό που ταράχτηκαν τα φλυτζάνια στο τραπεζάκι του «Καφέ του Γάτου».
― «Υπερβολές...» ακούστηκε η σεμνοτυφία και η μετριοπάθεια του Αντρέ, περίπου σβηστά.
― «Καθόλου υπερβολές Αντρέ! είσαι μεγαλοφυία! Ας σημειώσω λοιπόν μερικές εκδοχές σου... ύστερα θα καταλήξω στην περισσότερο αρμόζουσα. Ακούω... λέγε..»
― «Τί να πω;»
― «Λέγε... τ’αυτιά πού παραπέμπουν;»
― «Πεπέ, δεν καταλαβαίνω... Απ’τα κίνητρα δηλαδή θα βρεις τον δολοφόνο;!»
― «Απ’τα κίνητρα εντοπίζονται οι ύποπτοι, ύστερα οι δολοφόνοι... Αλλά σ’αυτήν την περίπτωση... χμ... μην αγχώνεσαι τον έχω βρει τον δολοφόνο..».
― «Τον έχεις βρει;!»
― «Μάλιστα! Τον εντόπισα απ’την πρώτη κι όλας ώρα που ανέλαβα την υπόθεση».
― «Μα τότενες τί στον μαύρον κόρακα, θες τα κίνητρα;!»
― «Α, έτσι το κάνω εγώ Αντρέ αν τα κίνητρα έχουν ποιοτικό υπόβαθρο την χαρίζω στον δολοφόνο είναι ζήτημα εγκεφαλικής μου τάξης!»
― «Είναι ζήτημα τάξης της τρελλλάρας σου, θες να πεις...»
― «Ε, πέστο κι έτσι... Λοιπόν, αρχίζουμε.. σημειώνω... Πού παραπέμπουν τ’αυτιά; ...στην ακοή βέβαια, αλλά που τί μπορεί να σημαίνει...;»
Η Πεπέ είχε βγάλει το λερό μπλοκάκι της ένα τόσοδά χαρτάκι δηλαδή, διπλωμένο σαν ακορντεόν και αδημονούσε.
Ο Αντρέ έξυσε στοχαστικά το απαλό πηγούνι του...
― «Ας πούμε ότι το πτώμα άκουσε ένα μυστικό που δεν έπρεπε να ακούσει...»
― «Ναικαλό. Κι η γλώσσα παραπέμπει, είπαμε, σε μια αποκάλυψη μυστικού ή σ’ένα δυσφημιστικό λόγο... Αμμ... καλώς. Και για τα χέρια, τί νομίζεις;»
― «...Στην βία ίσως... ή και ακόμα σ’ένα γράμμα που θα μπορούσαν να γράψουν... ή...»
― «Τι ποιητικός στοχασμός! Μμ! Αλλά, μπα! όχι σε κάτι τέτοιο.. όχι σε γράμμα δηλαδή.. γιατί τότε, το πιθανότερο θα’ταν να έλειπε ένα χέρι... Στο πτώμα έλειπαν και τα δύο..., οπότε Αντρέ, αυτό που είπες σχετικά με την βία, μου κολλάει καλλίτερα... Εξ’άλλου, το πτώμα ήταν άνδρας, και χειροδυναμικά να το πάρουμε, ταιριάζει καλλίτερα η εκδοχή της βίας...»
― «Ναι ακούγεται ευστοχότερον. Τί άλλο έχουμεν..; πόδια, είπες; έλειπαν και πόδια είπες;...»
― «Μμ»
― «..Μα νομίζω πως έχω μια αγελάδα δίπλα μου Πεπέ! Όλο μουγκανίζεις! Πες σαν άνθρωπος: Ναι.. όλο μμ και  μμ... μου ρήμαξες τον ακουστικόν μου πόρον!»
 ― «Ναι.Έλειπαν και πόδια, μάτια, μύτη, μαλλιά και... Αλλά προτιμότερο να τα πάρουμε ένα-ένα... Τί λες για τα πόδια;»
― «Μπορεί τα πόδια να παραπέμπουν σε παρακολούθηση ή κυνηγητό...»
― «Σωστό Αντρέ! Κρατώ το κυνηγητό... Ας πούμε πως το πτώμα κυνήγησε κάποια στιγμή τον δολοφόνο...»
― «Ήταν άνδρας αυτό το πτώμα που του έλειπαν τα πόδια;»
― «Ναι..όπως κι αυτό το πτώμα που του έλειπαν τα χέρια και το άλλο που του έλεπε η καρδιά...»
― «Και του άλλου βέβαια που του έλειπαν τα αρχίδια! Ε;» αστειεύτηκε ο Αντρέ με τα μάτια του να ολογλυκαίνουν...
― «Εξυπακούεται, λες;» επαύξησε την αστειότητα η Πεπέ.
― «Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Ένα, δυο, τρία ανδρικά πτώματα... όχι,...τέσσερα... ε;» άρχισε να μετρά με τα δάχτυλα ο Αντρέ ρυθμικά σαν να έπαιζε πιάνο.
― «Τσου!» είπε αντί όχι η Πεπέ.
― «Τι τσού ; Πόσα ανδρικά έχουμε..;»
― «Πέντε ανδρικά πτώματα που τους λείπουν εναλλάξ,χέρια,πόδια,καρδιά,όρχεις και στομάχι».
― «Και στομάχι;!!! Τί να συμβολίζει το στομάχι βρε Πεπέ; την μάσα;!»
― «Πού να ξέρω...; ...την μάσα;... την πείνα;.. μπορεί και όχι..αν σκεφτούμε πως το πτώμα στις καλές του μέρες ήταν ιατρός στομαχολόγος....»
― «Ε, είσαι φρίκη Πεπέ! Γιατί δεν το λαλείς εξαρχής; Έχε γούστο να μου πεις πως σ’αυτόν που έλειπαν τα πόδια ήταν αθλητής δρομέας, στον άλλον που’λειπαν τα χέρια ήταν μποξέρ, στον άλλον που έλειπε η καρδιά ήταν καθηγητής καρδιολογίας και στον άλλον που’λειπαν τα αρχίδια ήταν σεξολόγος!!!»
― «Ήταν!» απάντησε απαθώς η Πεπέ.
― «Ε, μα άμε στο κέρατο του διαβόλου Πεπέ! Τί με βάζεις το λοιπόν και αραδιάζω τι συμβολίζει το καθένα απ’τα εκλιπόντα μέλη τους; Είναι ολοφάνερο αν θες τα κίνητρα θα τα ψάξεις στις επαγγελμετικές τους ιδιότητες!»
― «Λες ε;»
― «Λέω βέβαια»
― «Αχμμ... Δηλαδή, κατά την άποψή σου, το κίνητρο του δολοφόνου στο γυναικείο πτώμα που του έλειπαν τα μαλλιά μετά του κρανιακού δέρματος, ήταν επειδή το πτώμα πριν γίνει πτώμα διατελούσε κομώτρια...;»
― «Ε, μα δεν σ’αναγνωρίζω Πεπέ! τί κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;!!! Φυσικά κι επειδή ήταν κομώτρια∙ κάπου εκεί βρίσκεται η αιτία του φόνου... Ποιός ξέρει πώς; ίσως ο δολοφόνος είχε πάει στο κομωτήριο του θύματος και υπέστη κάποια βλάβη, οπόταν κι αποφάσισε να εκδικηθεί...»
― «Γλυκούλη μου Αντρέ...! Οι απλουστεύσεις ανήκουν στην κοινή λογική κι η κοινή λογική δεν εξυπηρετεί την αποσαφήνιση μιας πολυπλοκότητας, όπως είναι ο φόνος...»
― «Βρίσε μας κι όλας Πεπέ! Ελόγου μου, υπονοείς πως έχω κοινή λογική...;!Α, να μου χαθείς...! Με τάραξες θα πάρω ένα γεμιστό μπισκοτάκι...»
― «Το τέταρτο, που κατεβάζεις! κι έχεις και ζάχαρο λίγο περισσότερο απ’όσο διαθέτει ένα εργαστήριο καραμελοποιίας...»
― «Μα μετράς τις μπουκιές μου χριστιανή μου;!... Και μιας και το’φερεν ο λόγος.. τί απέγινεν εκείνος ο φίλος σου με τις θαυμαστές στριφτές καραμέλες που ξαπέστειλε το αφεντικό του...; τί ιστορία κι εκείνη! θυμούμαι καλά πως του είχες δώσει ακλόνητο άλλοθι και με το στανιό μ’είχες κάνει ψευδομάρτυρα... πανάθεμά-σε Πεπέ...»
― «Σσστ, αγαπητέ μου και οι τοίχοι έχουν αυτιά... ο καραμελάς είχε δίκιο που σκότωσε εκείνον τον γουρουνοειδή εξουσιαστή.. κάναμε το σωστό να σου αρκεί! Ας επανέλθουμε στο θέμα μας... Τί σου’λεγα;...»
― «Μου λεγες για την κοινή λογική μου...»
― «Α, ναι.. Εμ βέβαια.. λες ο δολοφόνος να ήταν τόσο ηλίθιος που να σκότωνε μια κομώτρια ή έναν καρδιολόγο κτλ,. μόνο και μόνο επειδή δυσαρεστήθηκε απ’αυτούς και να υπέγραφε κάτω απ’τους φόνους με το να αφαιρεί τα μέλη που ταιριάζουν στο επάγγελμα του καθενός;!»
― «Γιατί όχι;...»
― «Γιατί το πρώτο πράγμα που θα έκανε -και έκανε- η δίωξη εγκλήματος ήταν να ερευνήσει τα πελατειακά αρχεία των θυμάτων...»
― «Ε, μα τότες πρόκειται για παραπλανητική συμπεριφορά!»
― «Ακριβώς! ο δολοφόνος ήθελε να μπερδέψει τις εντυπώσεις προκαλώντας ακριβώς αυτήν την εντύπωση: της εκδίκησης, που τάχα είχε να κάνει με το επάγγελμα των θυμάτων...»
― «Α,α!... Μα το λοιπόν... δεν... δεν ισχύει ούτε ο συμβολισμός του εκάστοτε μέλους... ε;...»
― «Δεν ισχύει!»
― «Ε, και γιατί με έβαλες να αραδιάζω ένα σωρό υποθέσεις και τις σημείωνες κι όλας;! Τί σαδιστικό κάθαρμα είσαι μωρσύ Πεπέ!»
― «Δεν το ’κανα από σαδισμό Αντρέ.. σκέφτηκα πως ποτέ κανείς ευσυνείδητος ερευνητής δεν ζημιώνει ακούγοντας εκδοχές ενός ανειδίκευτου..»
― «... Ανειδίκευτου ;!... ούτε σε εργοστάσιο να δούλευα, τρομάρα σου...»
― «....Θέλω να πω,ενός αμόλυντου από έγκλημα ανθρώπου...! Οι εκδοχές σου με βοήθησαν!»
― «Σε τί σε βοήθησαν; όλες άχρηστες τις έβγαλες!»
― «..Με βοήθησαν στο να σκεφθώ πώς σκέφτηκε ο δολοφόνος πως θα σκεφτούμε!»
― «Α! Και;»
― «Ο δολοφόνος λοιπόν σκέφτηκε πως θα σκεφτούμε όλα αυτά που ανέφερες για σύμβολα και για επαγγέλματα και οργάνωσε την παραπλάνησή μας....»
― «Μμμμ! ενδιαφέρον!.. Άρα τα κίνητρά του παραμένουν ακόμα ατσεκάριστα ε;»
― «Όχι! Τώρα τσεκαρίστηκαν κι εσύ βοήθησες σ’αυτό λατρευτέ μου Αντρέ!»
― «Άσε τις γαλιφιές κατά μέρος. Πώς βοήθησα; δεν καταλαβαίνω...»
― «Απλούστατα αφού δεν ισχύει ως κίνητρο το επάγγελμα των θυμάτων, ούτε κι ο συμβολισμός των μελών του σώματος που αφαιρέθηκαν, τότε το κίνητρο βρίσκεται στο ίδιο το όργανο του φόνουτην μικρή γυάλινη μπαλαρίνα...»
― «Μα δεν μου λες Πεπέ, τί σόι γυάλινη μπαλαρίνα ήταν αυτή; έβγαζε μουσική, χόρευε..;»
― «Τίποτα απολύτως. Είναι μια μικρή, όσο μια παλάμη, μπαλαρίνα από φθηνό γυαλί... περίπου φθηνό δηλαδή... ας πούμε, κρύσταλλο δευτέρας ποιότητος... ένα ασάλευτο διάφανο μπιμπελό, να καταλάβεις... αλλά.... αλλά, μπαλαρίνα!»
― «Για στάσου Πεπέ... είπες πως ξέρεις τον δολοφόνο... Πώς τον βρήκες δηλαδή;»
― «Ήταν σχετικά εύκολο... Έψαξα να βρω πού πωλούνται αυτές οι μπαλαρίνες... Εντόπισα δύο κεντρικά μαγαζιά όλα κι όλα...»
― «Τι σόι εμπόρευμα είναι αυτό που σ’ολάκερη πόλη το’χουν δυο μαγαζιά όλα κι όλα;... σαν να λέμε το Κυπριακό χαλούμι και την σεφταλιά! Α, εισαγωγής, το δίχως άλλο...!»
― «Μπράβο! Ακριβώς έτσι! Ντόπιοι κατασκευαστές δεν υπάρχουν. Ένας Κινέζος εισαγωγέας έμπαζε τα μπιμπελό στην χώρα, απολύτως νομότυπα. Το ότι ήταν νομότυπος απόλυτα, μ’έκανε να μην τον θεωρήσω ύποπτο ει’δ’άλλως θα φρόντιζε να μην αναφερθεί η παρτίδα στα τιμολόγια και σίγουρα δεν θα’κανε φόνους με το προϊόν που ο ίδιος εισήγαγε...»
― «Άρα;»
― «Άρα, έμεναν οι δύο μαγαζάτορες και οι όσοι πελάτες τους, είχαν αγοράσει το μπιμπελό. Στάθηκα τυχερή στο ότι το ένα μαγαζί είχε απούλητες όλες τις μπαλαρίνες που είχε προμηθευτεί ούτε μία δεν είχε σαλέψει απ’ τις προθήκες το τιμολόγιο ανέφερε τριάντα κομμάτια και όλα τους ήταν εν πλήρει ακινησία!»
― «Περίφημα! έτσι απόμεινε μόνο ένα μαγαζί...»
― «Ναι, αλλά δεν ήταν εύκολο... μη θαρρείς... Αν ο δολοφόνος ήταν πελάτης δεν θα υπήρχε σε καμμιά πελατειακή λίστα, αφού το προϊόν ήταν φθηνό.. ούτε καν απόδειξη δεν θα κοβόταν φαντάζομαι...»
― «Ε, πόσο έκανε πια αυτή η μπαλαρίνα, ένα ευρώ;!»
― «Έκανε 40 ευρώ...»
― «Σαράντα ευρώ;! Ε, δεν ήταν και λίγα βρε Πεπέ!»
― «Σύμφωνοι δεν ήταν και λίγα, αλλά και δεν ήταν και πολλά! Θέλω να πω, δεν ήταν ποσό υπέρογκο απ’αυτά που εδραιώνουν πελατειακές σχέσεις... Άρα λίστα στοιχείων πελάτη, αποκλείεται!...» η Πεπέ πήρε την ανάσα της και σαλιώνοντας την άκρη του δαχτύλου κόλλησε πάνω του μερικούς αλευρόκοκκους όπου και βύζαξε με θόρυβο...
― «Σταμάτα να γλύφεις το δισκάκι Πεπέ... Λέγε παρακάτω...»
― «...Αν ο δολοφόνος ήταν ο μαγαζάτορας, τότε σίγουρα δεν έπρεπε να μάθει πως ερευνώ τα τιμολόγιά του...»
― «Άσε τα αν και τα  “ξαν Πεπέ μ’έσκασες! Αφού ξεύρεις τον δολοφόνο, πες-τον!»
― «... Είδα λοιπόν στο δεύτερο μαγαζί πως υπήρχαν στις προθήκες μόνο δύο μπαλαρίνες... Υπέθεσα πως θα υπήρχαν κι άλλες που είχαν πουληθεί ή που θα ήσαν δώρο του μαγαζάτορα στα θύματά του... Έπρεπε να δω τα τιμολόγια για να καταλήξω...»
― «Και λοιπόν;!»
― «Τα είδα»
― «Τα είδες;! Πώς βρε θηρίο;!»
― «Την ώρα που εσύ δοκίμαζες καπέλλα!»
― «Α, μα δεν σε πιστεύω Πεπέ! αφού ήσουν συνεχώς δίπλα μου!... Κι ύστερα... Τί δουλειά είχαν στο καπελλάδικο οι μπαλαρίνες;...»
― «Ξεκουραζόντουσαν Αντρέ...»
― «Τί σημαίνει αυτό Πεπέ; Για το καπελλάδικο μιλάμε;! Πουλάει το καπελλάδικον και μπαλαρίνας;»
― «Δεν πουλά. Αλλά έχει δύο!»
―«.. Ωουχ... Μ’έπιασε το κεφάλι μου... Δεν καταλαβαίνω...»
― «Έχει ακόμα δύο! Για δύο ακόμα φόνους που θα γίνουν ή που για κάποιο λόγο δεν θα γίνουν!»
― «Μ’ανατριχιάζεις! Μου ανεβοκατεβάζεις την πίεση! Μα τέλος πάντων, είδες για δεν είδες τα τιμολόγια εισαγωγής;»
― «Τα είδα στο’πα!»
― «Ε, όχι Πεπέ, δεν θα με κουζουλάνεις! Ήσουν συνεχώς δίπλα μου όσο δοκίμαζα καπέλλα! Μην μου πεις πως είσαι και ταχυδακτυλουργός τώρα..!»
― «Εγώ όχι, αλλά εκείνοι οι δύο νεαροί φαντάροι που μπήκαν στο καπελλάδικο και ζητούσαν πληροφορίες για πηλίκια, θα μπορούσαν να’ναι και ταχυδακτυλουργοί αν δεν ήσαν απλώς υπηρέτες της πατρίδας....» διευκρίνησε και γέλασε δυνατά με την απαίσια νικοτινιασμένη -αλλά αρτιμελή- οδοντοστοιχία της.
― «Μην μου πεις βρε τέρας! Δικά σου τσιράκια ήταν οι δυό φαντάροι;!»
― «Έ, όχι και τσιράκια. Τους ψάρεψα στην πλατεία Δημαρχείου αδειούχους και άφραγκους τους ζήτησα μια ψιλή εκδούλευση, ένεκα αδράς αμοιβής ασφαλώς, κι αυτό ήταν όλο... Έκλεψαν τα τιμολόγια, τα ήλεγξαν όπως τους υπέδεξα και μου έκαναν νεύμα απ’απέναντι...»
― «Γι’αυτό λύσσαξες να έλθουμε στο Καφέ του Γάτου...!»
― «.. Από εκείνη εκεί την γωνία... Ένα νεύμα τόσοδά... Αν έκαναν πως γελούν οι φάτσες τους αυτό θα σήμαινε πως υπήρχε εισαγωγή δώδεκα τουλάχιστον μπαλαρίνων... Αν έκαναν γαμψή γκριμάτσα πόνου αυτό θα σήμαινε πως η εισαγωγή είχε πραγματοποιηθεί λιγότερο από έναν μήνα.. εντός δηλαδή του χρονικού πλαισίου των φόνων...»
― «Ε, λοιπόν;!»
― «Έκαναν και τις δυο γκριμάτσες!»
― «Παει καλώς ως εδώ Πεπέ, αλλά τί σε κάνει να νομίζεις ό,τι δεν πουλήθηκαν;... αφού μόνη σου είπες πως στις μικρές αγορές, ούτε πελατειακή λίστα υπάρχει, ούτε καν απόδειξη δεν δίδεται...»
― «Με οδήγησε μια απλουστευμένη σκέψη: Αφού στο κεντρικό μαγαζί, που μάλιστα έχει μόνο είδη διακόσμησης, δεν πουλήθηκε ούτε μια μπαλαρίνα, πόσο μάλλον να πουληθούν δέκα σ’ ένα καπελλάδικο!»
― «Σωστό!»
― «Ορθολογιστικό τουλάχιστον...»
― «Ώστε λοιπόν αυτός ο γεροπαράξενος ο καπελλέμπορας είναι ο δολοφόνος...»
― «Όχι!»∙∙∙
― «Όοοχι;!!!»
― «Όχι. Είναι η αδελφή του... Μια μοναχική γυναίκα, εργαζόμενη σε χημείο, που είχε κάποτε μια μικρούλα κόρη χορεύτρια σχολής κλασσικού μπαλέτου...»
― «Α, το χρυσούλι μου...» έκανε ο τρυφερός Αντρέ σαν να έβλεπε μπρος του το παιδάκι...
― «...Μια μικρούλα κόρη που δεν μεγάλωσε ποτέ.. εγκλωβίστηκε στην τρελλή πυρκαγιά της σχολής... Κάηκε ζωντανή....» ολοκλήρωσε μελαγχολικά η Πεπέ κι ο Αντρέ ξεσπούσε σε κλάμματα
― «Κακομοιρούλι παιδάκι.... Ω, Πεπέ, τι θλιβερή ιστορία... σαν το παραμύθι του Άντερσεν*...»
Σώπασαν. Το βούρκωμα απ’τα μάτια της Πεπέ ήταν τώρα ένα μικρό κρύο ρυάκι και το κλάμμα του Αντρέ ένας πήδακας καταρράκτη που τον τράνταζε ανακουφιστικά
― «Κι όλοι αυτοί Πεπέ...» ψέλλισε «...τα πτώματα λέω... είχαν κάποια σχέση με την μπαλαρινούλα..;»
― «Ήσαν όλοι τους εκεί την ώρα της φωτιάς.... Η σχολή είχε διοργανώσει γιορτή, όπου τα μπαλαρινάκια θα χόρευαν τα ρόδα της Δύσεως... Δεν ξέρω τίνος συνθέτη...»
― «Του Γιόχαν Στράους*... Συνέχισε...»
― «...Οι δέκα πήγαν πολύ ενωρίτερα απ’την ώρα έναρξης... δεν υπήρχε άλλος κόσμος... Μιλούσαν, γελούσαν, έπιναν πόντς στον προθάλαμο όταν... όταν ξέσπασε η φωτιά απ’τα καλώδια των ηχοληπτικών μηχανημάτων... Η δασκάλα του χορού προσπάθησε να σώσει τα νήπια... μάταια... κάηκε μαζί με κάμποσα παιδάκια.... Ένα εξ αυτών κι η μικρή μπαλαρινούλα.... Σώθηκαν 12 παιδιά απ’τους ίδιους τους συγγενείς τους... αυτούς που είχαν πάει νωρίτερα....»
― «Δώδεκα;! Δώδεκα, όχι δέκα;...»
― «Δώδεκα συγγενείς που αντιστοιχούσαν σε δώδεκα παιδιά... Τα δέκα πτώματα και οι δέκα γυάλινες μπαλαρίνες... Μμ... στο καπελλάδικο υπήρχαν άλλες δύο γυάλινες μπαλαρίνες που αντιστοιχούν σε δύο ακόμα παραλήπτες... σε δύο ακόμα επερχόμενους φόνους που η δολοφόνος Μνήμη Ένθους, δεν ήταν πολλή σίγουρη αν ήθελε να διαπράξει...»
― «Γιατί άραγε;»
― «Γιατί οι δύο αυτοί άνθρωποι -δύο γυναίκες για την ακρίβεια- είχαν τα παιδιά τους σε αναπηρικές καρέκλες ύστερα απ’την φωτιά...»
― «Αχά!η δολοφόνος, πα’να πει, αμφιταλαντευόταν γιατί σκεπτόταν πως αν σκότωνε τις μανάδες τους, τα παιδιά θα’μεναν σε ιδρύματα ή σε ξένα χέρια...  Μα των δέκα άλλων τα παιδιά πώς δεν τα υπολόγισε;»
― «Τα υπολόγισε! τα παιδιά δεν είναι πια παιδιά... τους χάρισε τους γονείς τους ως να μεγαλώσουν... πάνε τριάντα χρόνια από εκείνη την φωτιά... κανείς δεν θυμάται πια αυτήν την ιστορία....»
― «Αλλόκοτη συνείδηση...»
― «Συνείδηση πάντως!»
― «Σσστ...σιώπα Πεπέ! κοίτα! έρχεται ο Οράτιος με τον Αρχισυντάκτη σου!»
― «Αναμενόμενα...»
Ο Αρχισυντάκτης πλησίασε ιδρωμένος και με ύφος αγανάκτησης:
― «Ε, λοιπόν Πεπέ, δεν καταλαβαίνω τα καμώματά σου! Μου έστειλες αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο...» κι έδειξε τον Οράτιο «να μου παραγγείλει πως με διατάζεις  -άκου κουβέντα!- να πάω σπίτι σου, να πάρω ένα πακέτο, και να το παραδώσω -χωρίς λέει να σχολιάσω τίποτα, άκου αξίωση- σ’ έναν καπελλά!»
― «Και λοιπόν Αρχισυντάκτα, το παρέδωσες;»
― «Το παρέδωσα! Σαν βλάκας που’μαι το παρέδωσα! βέβαια ηλίθιος, γιατί τί είχε μέσα το πακέτο; αυτό έπρεπε να ρωτήσω πρώτα απ’όλα...! Ας είναι ρωτώ πρωθύστερα: Τί είχε μέσα το πακέτο;»
― «Μπαλαρίνες» απάντησε ηρεμότατα η Πεπέ.
― «Μπαλαρίνες;!» καταπλήκτηκαν ταυτόχρονα ο Αρχισυντάκτης κι ο Αντρέ, εν αντιθέσει με τον Οράτιο που με στωικότητα και βαθύ φιλοσοφικό πνεύμα καταβρόχθιζε τα εναπομείναντα καλούδια...
― «Θα πνιγείς εσύ.. τρώγε σιγότερα...» τον παρατήρησε η Πεπέ.
― «Τί σημαίνουν οι μπαλαρίνες;..Και γιατί τόση μυστικοπάθεια;...» επέμενε ο Αρχισυντάκτης.
― «Πεπέ! Τώρα κατάλαβα! πανάθενά-σε έδωσες άλλοθι στην δολοφόνο!» ούρλιαξε ο Αντρέ σαν μόλις να’χε ανακαλύψει την Αμερική.
― «Ναι. Όταν η δίωξη πλησιάσει ως εκεί, θα βρει τις μπαλαρίνες στην θέση τους» είπε κοφτά η εγκληματολογική συντάκτις και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού από βαρύ χαρμάνι...
― «Ώστε πριν ακόμα μάθεις τα περί τιμολογίων, ήξερες την δολοφόνο! Ει’δ’άλλως δεν θα ’χες οργανώσει το άλλοθι.... και.. και μάλιστα... συσκευασμένο σε δέμα!»
― «Απ’ την πρώτη στιγμή ήξερα.. μόλις εντόπισα τα δύο μαγαζιά με τις μπαλαρίνες, φρόντισα να μάθω το παρελθόν των ιδιοκτητών τους... Μια μικρή μπαλαρίνα στην φωτιά σ’ένα παρελθόν, είναι αρκετός λόγος φόνου...»
― «Και γιατί συνέχισες την έρευνα; ..γιατί καπελλωθήκαμε σαν καρνάβαλοι..; γιατί έψαξες τιμολόγια και στηθήκαμε καρτερώντας γκριμάτσες..;»
― «Γιατί αγαπητέ μου, ό,τι θεωρείται αρκετό πειστήριο από μια ευφυία, θεωρείται απλώς υποψία από τους κοινά σκεπτόμενους... αυτοί χρειάζονται τεκμήρια για να πεισθούν, κι είναι τόσο ηλίθιοι που δεν αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο απ’το να κατασκευάσεις τεκμήρια... μάλιστα! και τα τεκμήρια κατασκευάζονται!»  
 ― «Και τις μπαλαρίνες από πού τις προμηθεύτηκες; απ’τον Κινέζο βέβαια...ε;»
― «Μμ. Λαθραία εισαγωγή όμως. Δεν σημειώνονται πουθενά... Καταξοδεύτηκα! ο άτιμος ο Κινέζος, μ’έγδαρε για μια τόσηδά παρανομία του...» διευκρίνισε στον Αντρέ κι απευθύνθηκε αμέσως στον χρηματοδότη της: «Καταλαβαίνεις Αρχισυντάκτα... μου κόστισε η κάθε μπαλαρίνα διακόσια ευρώ που όλα βέβαια θα τα πληρώσει η εφημερίδα μας Τελευταία Βοήθεια....»
― «Παρηγορήσου Πεπέ! δεν θα πάρεις φράγκο! Κι αν τόσο σου κάνει κέφι να χρηματοδοτείς την Κινέζικη αγορά, δεν θα το κάνεις με τις ελληνικές μου πλάτες...» σαφής ο Αρχισυντάκτης, αλλά η Πεπέ δεν ανησύχησε
― «Αν δεν πάρω με τόκο κι επιτόκιο όσα ξόδευσα Αρχισυντάκτα μου, μην ελπίζεις πως θα έχετε δημοσίευση της υπόθεσης... Α, με παρακαλάνε κι οι Τάιμς της Νέας Υόρκης... μπορώ να χρυσοπουλήσω την ιστορία μου, και μάλλον αυτό θα κάνω...»
― «Μα Πεπέ» επέμενε ο Αντρέ «...Γιατί η δολοφόνος είχε τόσο μένος κατά αυτών των δώδεκα ατόμων... δεν βλέπω να’χαν καμμιά ευθύνη στην πυρκαγιά...»
― «Έσωσαν μόνον τα δικά τους παιδιά Αντρέ, χωρίς να κάνουν μια προσπάθεια να σώσουν και κάποιο απ’τα υπόλοιπα...! Τον θεωρείς μικρό λόγο μίσους αυτό;!»
Ο Αντρέ έσφιξε το μέτωπο του με τα δάχτυλα είχε ταραχθεί ειλικρινά κι ένας πονοκέφαλος άρχισε να φλερτάρει επίμονα τα μηνίγγια του
― «Δεν ξέρω Πεπέ... δεν είμαι και πολύ σίγουρος...»
― «Εγώ όμως είμαι! Είναι λόγος μίσους και λόγος εκδίκησης! Τόσο σοβαρός, τόσο βαθύς και τόσο...ποιοτικός, ώστε και αθωώνω την ένοχο, πάραυτα!»
― «Πεπεέ!!!» ούρλιαξε ο Αρχισυντάκτης ως ύστατη ένσταση.
― «Είπα! αθώα!» άστραψε η Πεπέ Όλι και σιγομουρμούρισε αυστηρά: «Δεν θα καταδικάσω έναν άνθρωπο που απλώς τίμησε τον πόνο του και επισφράγησε το παρελθόν του!... Τον Θεό που τιμωρεί, δεν τον μέμφεται και δεν τον καταδικάζει κανείς επειδή τιμωρεί εν δικαίω... Λοιπόν, γιατί να μην ισχύει  το αυτό και για έναν άνθρωπο;...»
― «Γιατί ο Θεός είναι υπεράνω των πάντων Πεπέ... έτσι τουλάχιστον λέγεται...» είπε μελαγχολικά ο Αντρέ Μαγουλάκης.
― «Ασαφής θεωρία» σχολίασε μπουκωμένα ο Οράτιος Αγελάδης και πνίγηκε από την άχνη του κουραμπιέ που μόλις θρυμμάτισε στα ούλα του...
― «Ωωχμ... Αν ο Θεός είναι υπεράνω των πάντων, σημαίνει πως τα πάντα είναι πολύ χαμηλά απ’αυτόν... Άρα, άλλα τα δίκια άμα τα βλέπεις από ψηλά, άλλα τα δίκια άμα τα βλέπεις στην ευθεία της οπτικής σου... Κι η Πεπέ έτσι ακριβώς βλέπει στην ευθεία της οπτικής της...» ανέλυσε το ζήτημα ο Αρχισυντάκτης Άυλος.
― «Είναι απλώς άθεη!» απλοποίησε την ψυχανάλυση ο Οράτιος Αγελάδης.
― «Είμαι!» παραδέχθηκε η Πεπέ.

... Μια σερβιτόρος στο «Καφέ του Γάτου» πλησίασε στο τραπέζι τους κι άλλαξε το σταχτοδοχείο που ξεχύλιζε από αποτσίγαρα, αντικαθιστώντας-το μ’ένα καθαρό αστραφτερό που’χε μέσα του χαραγμένο έναν ύπουλα καμπουριασμένο γάτο.
Η Πεπέ, άφησε για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα της καρφωμένο στον ανάγλυφο σιδερένιο γάτο, κι ύστερα,άγνωστο γιατί,μονολόγησε καχύποπτα σαν ένας νέος φόνος να σπινθήριζε στο μυαλό της:
― «Στάχτες... στάχτες... σκόνη άνθρακα σε μικρή γυάλινη μπαλαρίνα... χμ... το μυστικό της γυάλινης μπαλαρίνας!!!... Και... του γάτου; Ποιό θα μπορούσε να είναι το μυστικό του σιδερένιου γάτου;...»
.... Δεν είμαστε βέβαιοι, εμείς οι βιογράφοι της μαντάμ Πεπέ Όλι, αλλά, μας φάνηκε πως ακούστηκε ένα γκρινιάρικο νιαούρισμα απ’την βάση της σιδερένιας σταχτοθήκης....





Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ

Διευκρινήσεις:

- «Κάνε σαν τον θάνατο και την πείνα, κάνε την δουλειά σου...» = Φράση ποιήματος του Μπλαίζ Σαντράρ (1887 – 1961).
- Χανς Κρίστιαν Άντερσεν = (1805 – 1875) Δανός μυθογράφος.
- Γιόχαν Στράους = Γερμανός μουσουργός (1825 – 1899).